ἐλέγχοντας

ἐλέγχοντας
ἐλέγχω
disgrace
pres part act masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ζυγός — Συσκευή με την οποία μπορούμε να κρίνουμε την ισορροπία μεταξύ μιας γνωστής δύναμης και μιας άγνωστης για να οδηγηθούμε έτσι από τη γνώση του μεγέθους της μίας στον προσδιορισμό του μεγέθους της άλλης. Με την πιο κοινή έννοια, στον όρο ζ.… …   Dictionary of Greek

  • μετελέγχω — (Α) ελέγχοντας μεταπείθω κάποιον …   Dictionary of Greek

  • μετρώ — άω (ΑΜ μετρῶ, έω) [μέτρον] 1. προσδιορίζω τις διαστάσεις, την ένταση ή την αξία ενός πράγματος με βάση ορισμένη μετρική μονάδα (α. «το οικόπεδο μετρήθηκε και είναι 450 τετραγωνικά μέτρα» β. «τάς χώρας σφέων μετρήσας κατά παρασάγγας», Ηρόδ.) 2.… …   Dictionary of Greek

  • μονεταρισμός — Οικονομική θεωρία και η οικονομική πολιτική που προκύπτει από αυτήν (ο όρος προκύπτει από την αγγλική λέξη monetary, νομισματικός). Δίνει έμφαση στην προσφορά χρήματος και τον τρόπο που επιδρά σε μια οικονομία, ειδικότερα στις τιμές, την παραγωγή …   Dictionary of Greek

  • Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην …   Dictionary of Greek

  • Αλγερία — I (Αστρον.).Αστεροειδής που το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 14,6, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 10,5. II Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Κόντογλου, Φώτης — (Αϊβαλί, Μικρά Ασία 1897 – Αθήνα 1965). Ζωγράφος και λογοτέχνης. Ξεκίνησε τις σπουδές του στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, τις οποίες όμως εγκατέλειψε για να σπουδάσει ζωγραφική στο Παρίσι, αφού πρώτα διέμεινε για ένα μικρό χρονικό διάστημα στην… …   Dictionary of Greek

  • οικονομική πολιτική — Το σύνολο των ενεργειών με τις οποίες το κράτος ρυθμίζει τις πρωτοβουλίες των ατόμων και των ιδιωτικών επιχειρήσεων και τροποποιεί τις γενικές συνθήκες μέσα στις οποίες αναπτύσσονται αυτές, ώστε να πετύχει ορισμένους σκοπούς. Για να το κατορθώσει …   Dictionary of Greek

  • πυκνοτόμος — (Ιατρ.). Μηχάνημα που επιτρέπει στο μάτι του γιατρού να εισδύσει στο εσωτερικό όλων των ανθρώπινων οργάνων, ακόμα και του πολυπλοκότερου και πιο προστατευμένου, του εγκεφάλου. Για τη χρήση του δεν απαιτούνται προκαταρκτικές εξετάσεις. Εφαρμόζεται …   Dictionary of Greek

  • Τανζανία — Κράτος της ανατολικής Αφρικής. Βρίσκεται ανάμεσα στην Kένυα και την Oυγκάντα στα B, στο Zαΐρ, στη Pουάντα και στο Mπουρούντι στα Δ, στη Zάμπια, στο Mαλάουι και στη Mοζαμβίκη στα Ν. Οι ανατολικές ακτές της βρέχονται από τον Iνδικό ωκεανό.H… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”